- ἀπάρχομαι
- ἀπάρχωlead the waypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απάρχομαι — ἀπάρχομαι (AM) 1. θυσιάζω πρώτος, κάνω την αρχή της θυσίας 2. προσφέρω, αφιερώνω 3. αρχίζω, κάνω την αρχή αρχ. 1. κόβω μέλος ή μέρος από κάτι 2. προσφέρω απαρχές 3. διαλέγω ή προσφέρω ό,τι καλύτερο υπάρχει 4. κάνω προανάκρουσμα με μουσικό όργανο… … Dictionary of Greek
επάρχω — ἐπάρχω (AM) μσν. αρχ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐπάρχων ο έπαρχος αρχ. 1. είμαι άρχοντας, διοικητής μιας χώρας ή περιοχής («χώρας ἐπάρχω πολλῆς», Ξεν.) 2. επεκτείνω την εξουσία μου και σε άλλους («ἄλλου μὲν οὐδενὸς δύναιτ ἄν ἔθνους ἐπάρξαι»,… … Dictionary of Greek
προαπάρχομαι — Α αρχίζω πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] … Dictionary of Greek
συναπάρχομαι — Μ αρχίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπάρχομαι «αρχίζω, κάνω την αρχή»] … Dictionary of Greek